- γαρμπινός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στον γαρμπή2. το ουδ. ως ουσ. το γαρμπινόο σιγανός γαρμπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαρμπής ή < ιταλ. garbino. Ο τονισμός αναλογικά προς τα βορεινός, νοτινός κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.